- κόνεμα
- το, -ατοςπροσωρινή εγκατάσταση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κόνεμα — το [κονεύω] προσωρινή εγκατάσταση σε κάποιο τόπο, κατάλυση, στάθμευση … Dictionary of Greek